δαικταμενος

δαικταμενος
    δαϊκτάμενος
    δαϊ-κτάμενος
    2
    тж. раздельно убитый в бою Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δαικταμενος" в других словарях:

  • δαϊκτάμενος — δαϊκτάμενος, η, ον (Α) ο σκοτωμένος στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐ, επικός τ. δοτικής τής λ. δαΐς(Ι)* «πόλεμος, μάχη» + (μτχ.) κτάμενος, τού αορ. έκτανον του ρ. κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ. αρηϊκτάμενος)] …   Dictionary of Greek

  • δαικταμένων — δαϊκταμένων , δαικτάμενος slain in battle fem gen pl δαϊκταμένων , δαικτάμενος slain in battle masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαΐς — (I) δαΐς, η (Α) πόλεμος, μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαϊκή λ., για τον σχηματισμό και τον τονισμό τής οποίας δεν συμφωνούν οι μελετητές. Η λ. απαντά στην επική δοτική δαΐ < δαϊ ι (πρβλ. δαϊκτάμενος), ενώ πρόβλημα παρουσιάζει η ονομαστική, η …   Dictionary of Greek

  • δαικταμένην — δαϊκταμένην , δαικτάμενος slain in battle fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαικταμένοις — δαϊκταμένοις , δαικτάμενος slain in battle masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαικταμένου — δαϊκταμένου , δαικτάμενος slain in battle masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαικταμένους — δαϊκταμένους , δαικτάμενος slain in battle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»